- 'γραψαν
- ἔγραψαν , γράφωscratchaor ind act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γράψαν — γράφω scratch aor part act neut nom/voc/acc sg γράφω scratch aor ind act 3rd pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τακτικός — ή, ό / τακτικός, ή, όν, ΝΜΑ, και ταχτικός, ή, ό, Ν [τάσσω] νεοελλ. 1. αυτός που συμβαίνει κατά ορισμένο τρόπο ή σε ορισμένο χρόνο, σε αντιδιαστολή με τον έκτακτο (α. «κάθε απόγευμα κάνει τον τακτικό του περίπατο» β. «τακτική συνέλευση» γ.… … Dictionary of Greek
τεχνήμων — ῆμον, Α 1. κατασκευασμένος με έντεχνο τρόπο («τεχνήμονας αὐλούς», Ανθ. Παλ.) 2. (για πρόσ.) επιδέξιος, επιτήδειος, ικανός («τοὺς γράψαν τεχνήμονες ἄνδρες», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τέχνη + επίθημα ήμων (πρβλ. ζηλ ήμων)] … Dictionary of Greek